Περιγραφή :

Το βουνοτσίχλονο είναι αρκετά μεγαλόσωμο με κοντές φτερούγες και μακριά ουρά. Το μήκος του κυμαίνεται από 15-16,5 εκατοστά, το άνοιγμα φτερών του κυμαίνεται από 17-21 εκατοστά και το μέσο βάρος του ανέρχεται σε 25 γρ. Προσδιορίζεται από τα χτυπητά σχέδια στο κεφάλι, με τις μαύρες λωρίδες στα πλαϊνά της κορώνας, στα μάτια και γύρω από τα μάγουλα, σε συνδυασμό με το σταχτί στο λαιμό και στο στήθος (κυρίως στο αρσενικό) και ανοιχτό καστανόγκριζο (η μπεζ-πορτοκαλί στα νεαρά και τα θηλυκά) στην κοιλιά. Επίσης τα εξωτερικά καλυπτήρια της ουράς είναι λευκά ενώ τα μικρά καλυπτήρια της φτερούγας είναι γκρίζα. Το κάτω μέρος του ράμφους του είναι ανοιχτό μολυβί. Το ουροπύγιο είναι καστανοκόκκινο χωρίς ρίγες, ενώ τα δύο φύλα είναι σχεδόν όμοια. Τα ενήλικα αρσενικά έχουν μαύρα σημάδια στο κεφάλι, υπόλευκο φρύδι, ανοιχτό μολυβί χωρίς κηλίδες στο λαιμό και στο στήθος και πλευρά χωρίς ρίγες. Τα θηλυκά άτομα μερικές φορές δεν διαχωρίζονται από τα αρσενικά, αλλά συχνά διακρίνονται από το λιγότερο εκτεταμένο γκρι στο στήθος, τις ελαφρές ρίγες χαμηλά στο λαιμό, στο στήθος και στα πλευρά και το πιο διάχυτο σχέδιο στο κεφάλι.

Τροφικές Συνήθειες :

Η τροφή του βουνοτσίχλονου αποτελείται από σπόρους, κυρίως αγρωστωδών ειδών, ενώ έχει παρατηρηθεί να τρέφεται και από διάφορα μέρη των φυτών. Επίσης την περίοδο της αναπαραγωγής δείχνει προτίμηση στα ασπόνδυλα. Η τροφοληψία του γίνεται κυρίως στο έδαφος, ανάμεσα σε βράχια και θαμνώδης βλάστηση, ή σε χαμηλό χόρτο στα σύνορα δασών με ανοικτές εκτάσεις. Κάποιες φορές τρέφεται πάνω σε θάμνους όπου λαμβάνει τους ώριμους σπόρους ή καρπούς των δένδρων ή των θάμνων. Συχνά παρατηρείται να κάνει μικρές πτήσεις σε χαμηλό ύψος, για να συλλάβει έντομα που πετούν.

Ενδιαίτημα & σημαντικοί πληθυσμιακοί πυρήνες :

Αναπαράγεται σε απότομες συχνά βραχώδεις ανοιχτές βουνοπλαγιές, αμέσως πάνω από τα δασοόρια σε περιοχές με γρασίδι, θάμνους και διάσπαρτα δένδρα. Την περίοδο της αναπαραγωγής συνήθως το βλέπουμε μέχρι τα 2000μ. υψόμετρο. Κάποιες φορές παρατηρείται και λίγο πιο χαμηλά σε ξέφωτα δασών με προτίμηση αυτά των κωνοφόρων. Σπάνια θα το δούμε στο επίπεδο της θάλασσας. Σημαντικοί πληθυσμοί του είδους στην Περιφέρεια Ηπείρου παρατηρούνται στον Εθνικό Δρυμό Βίκου-Αώου και στο όρος Ξηροβούνι.

Κυριότερες απειλές & κίνδυνοι :

Η εγκατάλειψη ή η μείωση της παραδοσιακής κτηνοτροφίας στους ορεινούς όγκους έχει επιφέρει σταδιακή δάσωση των διακένων και επέκταση των δασών και των θαμνώνων έναντι των λιβαδικών εκτάσεων. Η παραπάνω διαδικασία συρρικνώνει το διαθέσιμο ενδιαίτημα του είδους, δηλαδή το μωσαϊκό ανοιχτών λιβαδικών εκτάσεων και δασικών ορίων με διάσπαρτα δέντρα και θάμνους, με αποτέλεσμα τη μείωση του πληθυσμού του.