Περιγραφή :

Είναι το μεγαλύτερο νυκτόβιο αρπακτικό της Ευρώπης. Έχει μήκος 59-73cm, άνοιγμα φτερούγων 138-170cm και βάρος 1.166-2.810gr. το αρσενικό και 1.380-4.200gr. το θηλυκό. Εμφανίζει αντίστροφο φυλετικό διμορφισμό, διακρίνεται από τα μεγάλα κιτρινοπορτοκαλί μάτια και τα δύο φτερωτά μεγάλα λοφία που σχηματίζονται πάνω απ’ αυτά. Οι δισκοειδείς περιοχές γύρω απ’ τα μάτια έχουν χρώμα γκριζόφαιο. Φτέρωμα στο πάνω μέρος καστανό με σκούρες κηλίδες και γραμμώσεις. Λαιμός, στήθος και κάτω μέρος κιτρινόφαια με σκούρες καφέ επιμήκεις λωρίδες και εγκάρσιες γραμμώσεις. Στη βάση του λαιμού φέρει λευκή λωρίδα.

Τροφικές Συνήθειες :

Τρέφεται με μικρά (τρωκτικά, μυγαλίδες, σκαντζόχοιρους) και μέσου μεγέθους θηλαστικά (λαγό, αλεπού, πετροκούναβο, ασβό) καθώς και με πτηνά (πέρδικα, και πτηνά μέχρι μεγέθους φασιανού), μεγάλα έντομα (Κολεόπτερα), ερπετά και αμφίβια. Τα άπεπτα υπολείμματα της λείας του τα αποβάλλει με τη μορφή σβώλων κυλινδρόμορφου σχήματος με το ένα άκρο συνήθως γωνιώδες. Η μέση εμφάνιση ατόμων λείας, είναι 3,2 άτομα λείας ανά σβώλο.

Ενδιαίτημα & σημαντικοί πληθυσμιακοί πυρήνες :

Ζει σε πυκνά δάση, ερημικές και βραχώδεις περιοχές. Φωλιάζει στο έδαφος ή σε τρύπες δέντρων ή ακόμη και ανάμεσα σε βράχους. Η περιοχή χωροκράτειάς του έχει έκταση 12-20km2 αλλά το μεγαλύτερο ποσοστό των δραστηριοτήτων λαμβάνει χώρα σε έκταση 1-1.5km2. Δεν έχουν προσδιοριστεί σημαντικοί πληθυσμιακοί πυρήνες του είδους στην Ήπειρο.

Κυριότερες απειλές & κίνδυνοι :

Θεωρείται ότι ο πληθυσμός του στην Ευρώπη τον 20ο αιώνα έχει μειωθεί τόσο αριθμητικά όσο και σε εξάπλωση. Είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο είδος στην όχληση. Κατά την αναπαραγωγή εξ’ αιτίας της όχλησης εγκαταλείπει μέχρι και τα αυγά. Επίσης απειλείται από δευτερογενή αίτια θνησιμότητας όπως η σύλληψη δηλητηρίασμένων ή άρρωστων (μυξομάτωση) ατόμων λείας.