Περιγραφή :

Μεσαίου μεγέθους πτηνό με σχετικά μικρό κεφάλι. Το χρώμα του είναι μαύρο με σχετικά λεπτό, κοντό και κυρτό κίτρινο ράμφος. Τα πόδια του είναι κόκκινου χρώματος. Τα φύλα είναι όμοια σε εμφάνιση. Τα αρσενικά άτομα είναι ελαφρώς μεγαλύτερα από τα θηλυκά. Το χρώμα και το ράμφος των νεαρών ατόμων είναι πιο θαμπά από αυτό των ενηλίκων, ενώ τα πόδια των νεαρών είναι καφετί χρώματος. Μήκος: 36 - 39 cmΆνοιγμα φτερών: 65 – 85 cm.

Τροφικές Συνήθειες :

Από την άνοιξη ως το φθινόπωρο τρέφεται με έντομα και το χειμώνα τρέφεται με καρπούς, ενώ αναζητάει τροφή ανθρωπογενούς προέλευσης στα χιονοδρομικά κέντρα. Το καλοκαίρι τρέφεται κυρίως με ασπόνδυλα που συλλέγει από βοσκότοπους, όπως τα σκαθάρια. Επίσης τρέφεται με σαλιγκάρια, ακρίδες, κάμπιες κ.α. Η διατροφή, το φθινόπωρο, το χειμώνα και νωρίς την άνοιξη αποτελείται κυρίως από φρούτα, όπως μούρα, ιπποφαές, αλλά και καρπούς που προέρχονται από ανθρώπινες καλλιέργειες, όπως μήλα, σταφύλια και αχλάδια όπου αυτά είναι διαθέσιμα. Αναζητάει την τροφή σε ζευγάρια ή κοπάδια σε ανοιχτές εκτάσεις, αλλά το καλοκαίρι μετακινείται πάνω από τα δασοόρια σε υπαλπικές περιοχές, βραχώδεις περιοχές ή απότομες πλαγιές.

Ενδιαίτημα & σημαντικοί πληθυσμιακοί πυρήνες :

Ενδιαιτάται σε ορεινές περιοχές συνήθως πάνω από τα δασοόρια και μάλιστα σε περιοχές που δεν ζουν εύκολα άλλα είδη πουλιών. Λόγω της ανάγκης της κιτρινοκαλιακούδας για απρόσιτες από άλλα είδη και από τον άνθρωπο, θέσεις φωλεοποίησης, έχει αναπτύξει δυνατότητες ώστε να εκμεταλλεύεται τον αέρα για να μετακινηθεί σε μεγάλες αποστάσεις για αναζήτηση τροφής, από τη ζώνη της σχεδόν μόνιμης χιονοκάλυψης ως χαμηλότερα από τα δασοόρια, σε υπαλπικά λιβάδια με φρέσκο χόρτο ή εκτεταμένες περιοχές με βραχώδεις εξάρσεις.

Κυριότερες απειλές & κίνδυνοι :

Είναι ευάλωτη στην όχληση, ενώ η διάνοιξη των δρόμων και ο ορεινός τουρισμός αποτελούν απειλές για την κιτρινοκαλιακούδα. Τοπικά ο πληθυσμός του είδους μπορεί να απειληθεί από τη συσσώρευση φυτοφαρμάκων και βαρέων μετάλλων. Μια πιο μακροπρόθεσμη απειλή φαίνεται να αποτελεί η υπερθέρμανση του πλανήτη, η οποία θα μπορούσε να προκαλέσει μείωση της αλπικής ζώνης και κατ’ επέκταση του ζωτικού χώρου του είδους με αποτέλεσμα να στραφεί σε υψηλότερες περιοχές περιορισμένης έκτασης, ενώ σε τοπικό επίπεδο θα μπορούσε ακόμα και να εξαφανιστεί.