Περιγραφή :

Είναι η μεγαλύτερη από όλες τις παπαδίτσες. Γενικά όμως είναι ένα μικρόσωμο πουλί, με κοντό ράμφος το μήκος του οποίου κυμαίνεται από 13,5 – 15 εκατοστά. Ο καλόγερος γίνεται εύκολα αναγνωρίσιμος από το κατάμαυρο γυαλιστερό κεφάλι, τα κατάλευκα σημάδια στα μάγουλα, την κατακίτρινη σε απόχρωση λεμονιού κοιλιά του, που την χωρίζει μια μαύρη, κάθετη, φαρδιά λωρίδα, την λαδοπράσινη πλάτη και τα γκριζογάλανα φτερά του με την στενή λευκή διακριτική λωρίδα. Στα φτερά της ουράς εν ώρα πτήσης διακρίνονται οι δυο λευκές άκρες. Τα φύλα δεν διαφέρουν ουσιαστικά, παρά μόνο από την πιο απαλή απόχρωση του κίτρινου στην κοιλιά του θηλυκού και την ακανόνιστη ή πιο συχνά στενότερη μαύρη ζώνη. Το δε ανήλικο ξεχωρίζει από το καφετί κεφάλι, το κιτρινωπό μπάλωμα στα μάγουλα, και την ασχημάτιστη μαύρη λωρίδα. Το ράμφος του αν και μικρό δείχνει αρκετά στιβαρό ενώ τα πόδια είναι πολύ γεροδεμένα.

Τροφικές Συνήθειες :

Ο καλόγερος είναι κυρίως εντομοφάγο είδος, χωρίς όμως να λείπουν και οι καρποί δέντρων και θάμνων από το διαιτολόγιο του. Το καλοκαίρι, τρέφεται κυρίως με έντομα και αράχνες, τα οποία συλλαμβάνει από σταχυολόγηση στα φυλλώματα. Στα προτιμητέα ασπόνδυλα είδη συγκαταλέγονται οι κατσαρίδες, οι ακρίδες, τα τζιτζίκια, οι μύγες, τα σκαθάρια, οι μέλισσες, οι σφήκες, και τα σαλιγκάρια.Κατά την περίοδο τις αναπαραγωγής, οι καλόγεροι προτιμούν να θρέφουν τα μικρά τους με κάμπιες οι οποίες είναι πλούσιες σε πρωτεΐνες.

Ενδιαίτημα & σημαντικοί πληθυσμιακοί πυρήνες :

Σαν φυσικός του βιότοπος θεωρούνται όλες οι δασικές εκτάσεις, ανεξαιρέτως του τύπου δέντρων που περιλαμβάνουν, τα πάρκα, τα αλσύλλια, οι κήποι. Απαντιέται σε ανοικτά φυλλοβόλα και μικτά δάση καθώς και στις παρυφές αυτών. Στα πυκνά δάση, συμπεριλαμβανομένων των δασών κωνοφόρων βρίσκεται συνήθως κοντά στα διάκενα. Στη βόρεια Αφρική προτιμά τα δάση δρυός, καθώς επίσης και τις συστάδες κέδρων του Άτλαντα, ενώ απαντάται ακόμη και στα άλση φοινίκων. Στη Μογγολία και την Κίνα προτιμά τα παραποτάμια δάση ιτιών και σημύδων.

Κυριότερες απειλές & κίνδυνοι :

Το ξεφτέρι και το σαΐνι θεωρούνται οι δύο κατεξοχήν άρπαγες του είδους. Οι φωλιές επίσης πολλές φορές έχει παρατηρηθεί να καταστρέφονται από τον πευκοδρυοκολάπτη, τη νυφίτσα, το κουνάβι και τον σκίουρο. Επίσης η κλιματική αλλαγή και η αύξηση της θερμοκρασίας την άνοιξη έχουν ως αποτέλεσμα μια αναντιστοιχία μεταξύ της διαθεσιμότητας της τροφής σε συνάρτηση με τις απαιτήσεις των νεοσσών, με αποτέλεσμα σε ορισμένους πληθυσμούς να παρατηρείται χαμηλή αναπαραγωγική επιτυχία.